στατιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στατιστικός | η | στατιστική | το | στατιστικό |
| γενική | του | στατιστικού | της | στατιστικής | του | στατιστικού |
| αιτιατική | τον | στατιστικό | τη | στατιστική | το | στατιστικό |
| κλητική | στατιστικέ | στατιστική | στατιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στατιστικοί | οι | στατιστικές | τα | στατιστικά |
| γενική | των | στατιστικών | των | στατιστικών | των | στατιστικών |
| αιτιατική | τους | στατιστικούς | τις | στατιστικές | τα | στατιστικά |
| κλητική | στατιστικοί | στατιστικές | στατιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στατιστικός < γαλλική statistique < γερμανική Statistik
Επίθετο
στατιστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στη στατιστική
- στατιστικά στοιχεία, στατιστική ανάλυση
- (ουσιαστικοποιημένο) στατιστική
Συγγενικά
Μεταφράσεις
στατιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.