αβαντάζ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αβαντάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική avantage [1] Δεν σχετίζεται με το αβανταδόρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vanˈtaz/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βαν‐τάζ
Ουσιαστικό
αβαντάζ ουδέτερο άκλιτο
- πλεονέκτημα
- ↪ έναντι των υπολοίπων συναδέλφων είχε το αβαντάζ των πολλών γνωριμιών
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αβαντάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.