στικτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στικτός | η | στικτή | το | στικτό |
| γενική | του | στικτού | της | στικτής | του | στικτού |
| αιτιατική | τον | στικτό | τη | στικτή | το | στικτό |
| κλητική | στικτέ | στικτή | στικτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στικτοί | οι | στικτές | τα | στικτά |
| γενική | των | στικτών | των | στικτών | των | στικτών |
| αιτιατική | τους | στικτούς | τις | στικτές | τα | στικτά |
| κλητική | στικτοί | στικτές | στικτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στικτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στικτός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
θέμα στικτ-
- αντιστικτικά
- αντιστικτική
- αντιστικτικός
- ένστικτο & συγγενικά
- κατάστικτος
- υπόστικτος
θέμα στιξ-
- → δείτε τη λέξη στίξη
για άλλα θέματα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Επίθετο
στικτός, -ή, -όν
- που φέρει στίγματα, σημάδια από πυρακτωμένο εργαλείο
- (γενικότερα) κατάστικτος
Συγγενικά
θέμα στικτ-
- ἀδιάστικτος
- ἀμάστικτος
- ἀπερίστικτος
- ἄστικτος
- βοόστικτος
- διαστίκτης
- ἐλαφόστικτος
- ἐὔστικτος
- κατάστικτος
- λευκόστικτος
- μελανόστικτος
- ὀρροπυγόστικτος
- περίστικτος
- ποικιλόστικτος
- πολύστικτος
- προϋποστικτέον
- πυκνόστικτος
- στικτέον
- στίκτης
- στικτόπους
- ὑποστικτέον
θέμα στιξ-
- → δείτε τη λέξη στίξις
για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη στίζω
Πηγές
- στικτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στικτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.