στικτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στικτός η στικτή το στικτό
      γενική του στικτού της στικτής του στικτού
    αιτιατική τον στικτό τη στικτή το στικτό
     κλητική στικτέ στικτή στικτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στικτοί οι στικτές τα στικτά
      γενική των στικτών των στικτών των στικτών
    αιτιατική τους στικτούς τις στικτές τα στικτά
     κλητική στικτοί στικτές στικτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στικτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στικτός

Επίθετο

στικτός, -ή, -ό

  1. ο γεμάτος στίγματα
  2. αυτός που σχηματίζεται από στίγματα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

θέμα στικτ-

θέμα στιξ-

για άλλα θέματα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

στικτός < στίζω *στιγ-jω, στιγ- + -τός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

στικτός, -ή, -όν

  1. που φέρει στίγματα, σημάδια από πυρακτωμένο εργαλείο
  2. (γενικότερα) κατάστικτος

Συγγενικά

θέμα στικτ-

θέμα στιξ-

για άλλα θέματα  δείτε τη λέξη στίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.