καταστίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταστίζω < αρχαία ελληνική καταστίζω < κατά + στίζω

Ρήμα

καταστίζω

  1. γεμίζω με στίγματα
  2. γεμίζω το γραπτό με σημεία στίξης (κόμματα, τελείες)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.