στιγματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στιγματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στιγματίζω, (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stigmatiser ή από την αγγλική stigmatize) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sti.ɣmaˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στιγματίζω

Ρήμα

στιγματίζω, αόρ.: στιγμάτισα, παθ.φωνή: στιγματίζομαι, π.αόρ.: στιγματίστηκα, μτχ.π.π.: στιγματισμένος

  1. (μεταφορικά) αποδοκιμάζω έντονα, επικρίνω κάποιον / κάτι
    Στιγματίζουμε την επιπολαιότητα των άλλων.
  2. (κυριολεκτικά) δημιουργώ σημάδια, στίγματα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις στίγμα και στίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

στιγματίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.