τατουάζ
Νέα ελληνικά (el)

χέρι με τατουάζ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.tuˈaz/
Ουσιαστικό
τατουάζ ουδέτερο άκλιτο
- η χάραξη της επιδερμίδας με ειδικά εργαλεία, που με μικρά τσιμπήματα εκχύουν χρωστικές ουσίες, ώστε να δημιουργούνται ανεξίτηλα σχέδια
- (συνεκδοχικά) το σχέδιο που αποτυπώνεται στην επιδερμίδα με την παραπάνω διαδικασία
- ※ Το πετσί του ήταν σκούρο, λείο κι άτριχο, σταμπαρισμένο από μικρά τατουάζ με γυναικεία ονόματα. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
Συγγενικά
- τατουέρ
- τατουατζής
- τατουατζού
-
τατουάζ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
τατουάζ
|
- τατουάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.