τατουάζ

Νέα ελληνικά (el)

χέρι με τατουάζ

Ετυμολογία

τατουάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tatouage[1] < αγγλική tattoo < σαμοανικά tatau

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.tuˈaz/

Ουσιαστικό

τατουάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. η χάραξη της επιδερμίδας με ειδικά εργαλεία, που με μικρά τσιμπήματα εκχύουν χρωστικές ουσίες, ώστε να δημιουργούνται ανεξίτηλα σχέδια
  2. (συνεκδοχικά) το σχέδιο που αποτυπώνεται στην επιδερμίδα με την παραπάνω διαδικασία
      Το πετσί του ήταν σκούρο, λείο κι άτριχο, σταμπαρισμένο από μικρά τατουάζ με γυναικεία ονόματα. (Αντώνης Σουρούνης (1985) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι [μυθιστόρημα])

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.