στίβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στίβος οι στίβοι
      γενική του στίβου των στίβων
    αιτιατική τον στίβο τους στίβους
     κλητική στίβε στίβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στίβος < αρχαία ελληνική στίβος < στείβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steibʰ- (1, 2: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική track)

Ουσιαστικό

στίβος αρσενικό

  1. το τμήμα ενός γηπέδου ή σταδίου, στο οποίο διεξάγονται αγωνίσματα κλασικού αθλητισμού
  2. (συνεκδοχικά) τα αγωνίσματα κλασικού αθλητισμού (αγώνες δρόμου, ρίψεων, αλμάτων κ.λπ.) που γίνονται στον στίβο(1)
  3. (μεταφορικά) το πεδίο ή ο χώρος που διεξάγεται μια δραστηριότητα (πολιτική, καλλιτεχνική κ.λπ.)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.