στείβω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στείβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στείβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steyb-. Δείτε και στύβω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsti.vo/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στύβω
Εκφράσεις
- → δείτε τη λέξη στύβω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στείβω | έστειβα | θα στείβω | να στείβω | στείβοντας | |
| β' ενικ. | στείβεις | έστειβες | θα στείβεις | να στείβεις | στείβε | |
| γ' ενικ. | στείβει | έστειβε | θα στείβει | να στείβει | ||
| α' πληθ. | στείβουμε | στείβαμε | θα στείβουμε | να στείβουμε | ||
| β' πληθ. | στείβετε | στείβατε | θα στείβετε | να στείβετε | στείβετε | |
| γ' πληθ. | στείβουν(ε) | έστειβαν στείβαν(ε) |
θα στείβουν(ε) | να στείβουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έστειψα | θα στείψω | να στείψω | στείψει | ||
| β' ενικ. | έστειψες | θα στείψεις | να στείψεις | στείψε | ||
| γ' ενικ. | έστειψε | θα στείψει | να στείψει | |||
| α' πληθ. | στείψαμε | θα στείψουμε | να στείψουμε | |||
| β' πληθ. | στείψατε | θα στείψετε | να στείψετε | στείψτε | ||
| γ' πληθ. | έστειψαν στείψαν(ε) |
θα στείψουν(ε) | να στείψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στείψει | είχα στείψει | θα έχω στείψει | να έχω στείψει | ||
| β' ενικ. | έχεις στείψει | είχες στείψει | θα έχεις στείψει | να έχεις στείψει | έχε στειμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει στείψει | είχε στείψει | θα έχει στείψει | να έχει στείψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στείψει | είχαμε στείψει | θα έχουμε στείψει | να έχουμε στείψει | ||
| β' πληθ. | έχετε στείψει | είχατε στείψει | θα έχετε στείψει | να έχετε στείψει | έχετε στειμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν στείψει | είχαν στείψει | θα έχουν στείψει | να έχουν στείψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στειμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στειμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στειμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στειμμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στείβομαι | στειβόμουν(α) | θα στείβομαι | να στείβομαι | ||
| β' ενικ. | στείβεσαι | στειβόσουν(α) | θα στείβεσαι | να στείβεσαι | ||
| γ' ενικ. | στείβεται | στειβόταν(ε) | θα στείβεται | να στείβεται | ||
| α' πληθ. | στειβόμαστε | στειβόμαστε στειβόμασταν |
θα στειβόμαστε | να στειβόμαστε | ||
| β' πληθ. | στείβεστε | στειβόσαστε στειβόσασταν |
θα στείβεστε | να στείβεστε | (στείβεστε) | |
| γ' πληθ. | στείβονται | στείβονταν στειβόντουσαν |
θα στείβονται | να στείβονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στείφτηκα | θα στειφτώ | να στειφτώ | στειφτεί | ||
| β' ενικ. | στείφτηκες | θα στειφτείς | να στειφτείς | στείψου | ||
| γ' ενικ. | στείφτηκε | θα στειφτεί | να στειφτεί | |||
| α' πληθ. | στειφτήκαμε | θα στειφτούμε | να στειφτούμε | |||
| β' πληθ. | στειφτήκατε | θα στειφτείτε | να στειφτείτε | στειφτείτε | ||
| γ' πληθ. | στείφτηκαν στειφτήκαν(ε) |
θα στειφτούν(ε) | να στειφτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω στειφτεί | είχα στειφτεί | θα έχω στειφτεί | να έχω στειφτεί | στειμμένος | |
| β' ενικ. | έχεις στειφτεί | είχες στειφτεί | θα έχεις στειφτεί | να έχεις στειφτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει στειφτεί | είχε στειφτεί | θα έχει στειφτεί | να έχει στειφτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε στειφτεί | είχαμε στειφτεί | θα έχουμε στειφτεί | να έχουμε στειφτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε στειφτεί | είχατε στειφτεί | θα έχετε στειφτεί | να έχετε στειφτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν στειφτεί | είχαν στειφτεί | θα έχουν στειφτεί | να έχουν στειφτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στειμμένος - είμαστε, είστε, είναι στειμμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στειμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στειμμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στειμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στειμμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στειμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στειμμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- στείβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steibʰ- / *steip-, μεταπτωτικές βαθμίδες *stoibʰ-, *stibʰ-. Συγγενικό το λατινικό stipare[1]
Συγγενικά
|
θέμα στει-
Σύνθετα του ρήματος
|
θέμα στιβ-
θέμα στιπ-
και
|
θέμα στοιβ-
|
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- στείβω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στείβω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.