αραιά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αραιά
<
αραιός
Επίρρημα
αραιά
(
χρονικό
)
σπάνια
Εκφράσεις
αραιά και που
: σπάνια
(
οικείο
)
αριά
Μεταφράσεις
αραιά
γαλλικά
:
rarement
(fr)
, de
façon
(fr)
espacée
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αραιά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αραιό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.