σποραδικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σποραδικότητα | οι | σποραδικότητες |
| γενική | της | σποραδικότητας | των | σποραδικοτήτων |
| αιτιατική | τη | σποραδικότητα | τις | σποραδικότητες |
| κλητική | σποραδικότητα | σποραδικότητες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σποραδικότητα < σποραδικός + -ότητα/-ότης
Μεταφράσεις
σποραδικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.