σκόρπιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκόρπιος | η | σκόρπια | το | σκόρπιο |
| γενική | του | σκόρπιου | της | σκόρπιας | του | σκόρπιου |
| αιτιατική | τον | σκόρπιο | τη | σκόρπια | το | σκόρπιο |
| κλητική | σκόρπιε | σκόρπια | σκόρπιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκόρπιοι | οι | σκόρπιες | τα | σκόρπια |
| γενική | των | σκόρπιων | των | σκόρπιων | των | σκόρπιων |
| αιτιατική | τους | σκόρπιους | τις | σκόρπιες | τα | σκόρπια |
| κλητική | σκόρπιοι | σκόρπιες | σκόρπια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskoɾ.pçios/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈskoɾ.pçia/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈskoɾ.pçio/ ουδέτερο
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκόρ‐πιος
Επίθετο
σκόρπιος, -α, -ο
- που έχει σκορπιστεί / διασκορπιστεί
- άλλες μορφές: σκορπισμένος, διασκορπισμένος
- ≈ συνώνυμα: διάσπαρτος
- ≠ αντώνυμα: μαζεμένος
- (μεταφορικά) που δεν διαθέτει συνεκτικότητα
- (ουσιαστικοποιημένο) αυτός που δεν είναι οργανωμένος, συγκροτημένος ή συστηματικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκορπίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.