σκόρπιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκόρπιος η σκόρπια το σκόρπιο
      γενική του σκόρπιου της σκόρπιας του σκόρπιου
    αιτιατική τον σκόρπιο τη σκόρπια το σκόρπιο
     κλητική σκόρπιε σκόρπια σκόρπιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκόρπιοι οι σκόρπιες τα σκόρπια
      γενική των σκόρπιων των σκόρπιων των σκόρπιων
    αιτιατική τους σκόρπιους τις σκόρπιες τα σκόρπια
     κλητική σκόρπιοι σκόρπιες σκόρπια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκόρπιος < σκορπίζω + -ιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈskoɾ.pçios/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈskoɾ.pçia/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈskoɾ.pçio/ ουδέτερο
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκόρπιος

Επίθετο

σκόρπιος, -α, -ο

  1. που έχει σκορπιστεί / διασκορπιστεί
    άλλες μορφές: σκορπισμένος, διασκορπισμένος
     συνώνυμα: διάσπαρτος
     αντώνυμα: μαζεμένος
  2. (μεταφορικά) που δεν διαθέτει συνεκτικότητα
  3. (ουσιαστικοποιημένο) αυτός που δεν είναι οργανωμένος, συγκροτημένος ή συστηματικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.