σκυρόδεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκυρόδεμα | τα | σκυροδέματα |
| γενική | του | σκυροδέματος | των | σκυροδεμάτων |
| αιτιατική | το | σκυρόδεμα | τα | σκυροδέματα |
| κλητική | σκυρόδεμα | σκυροδέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκυρόδεμα ουδέτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- οπλισμένο σκυρόδεμα : το μπετόν αρμέ, σκυρόδεμα ενισχυμένο με χάλυβα ή άλλο υλικό υψηλής εφελκυστικής αντοχής
- άοπλο σκυρόδεμα : κατ' αντιπαραβολή με το οπλισμένο εννοείται απλώς το σκυρόδεμα
- προεντεταμένο σκυρόδεμα : σκυρόδεμα του οποίου οι οπλισμοί έχουν προενταθεί με σκοπό την αύξηση της αντοχής του
-
σκυρόδεμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σκυρόδεμα
οπλισμένο σκυρόδεμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.