concrete

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός concrete
συγκριτικός concreter
υπερθετικός concretest

concrete (en)

  1. συγκεκριμένος, κάτι που βασίζεται σε γεγονότα, όχι σε γενικές ιδέες ή εικασίες
    concrete evidence/proposals - συγκεκριμένες αποδείξεις/προτάσεις
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη specific
  2. συγκεκριμένος, που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις
    concrete nouns - συγκεκριμένα ουσιαστικά
     συνώνυμα: tangible
     αντώνυμα: abstract

Παράγωγα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
concrete concretes

concrete (en)

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.