χαλίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαλίκι | τα | χαλίκια |
| γενική | του | χαλικιού | των | χαλικιών |
| αιτιατική | το | χαλίκι | τα | χαλίκια |
| κλητική | χαλίκι | χαλίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλίκι < αρχαία ελληνική χᾰ́λῐξ < (ίσως) προελληνική [1] ή αβέβαιης ετυμολογίας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λί‐κι
Ουσιαστικό
χαλίκι ουδέτερο
Σύνθετα
- χαλικόστρωμα και χαλικόστρωση
- χαλικοστρώνω
- χαλικόστρωτος
- χαλικοστρωμένος
- χαλικοπαγές πέτρωμα ((παρωχημένο) όρος για στρωσιγενή κλαστικά ιζήματα
- χαλικοδόμος
- χαλικοθηρίο
- αμμοχάλικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.