μπετό

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Αν έχει γενική ενικού ή γενική πληθυντικού. Sarri.greek  | 01:13, 21 Δεκεμβρίου 2021 (UTC)

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπετό τα μπετά
      γενική του μπετού των μπετών
    αιτιατική το μπετό τα μπετά
     κλητική μπετό μπετά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπετό < μπετόν (άκλιτο) με κατάληξη για προσαρμογή στην κλίση < γαλλική béton [1]

Ουσιαστικό

μπετό ουδέτερο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μπετόν

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.