άοπλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άοπλος οι άοπλοι
      γενική του άοπλου των άοπλων
    αιτιατική τον άοπλο τους άοπλους
     κλητική άοπλε άοπλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άοπλος < αρχαία ελληνική ἄοπλος

Επίθετο

άοπλος -η -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.