béton
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| béton | bétons |
Προφορά
- ΔΦΑ : /be.tɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
béton (fr) αρσενικό
- το μπετόν
- Il habite un immeuble fait de béton. - Κατοικεί σε ένα κτήριο από μπετόν.
- (κατ’ επέκταση) πόλη, ουρανοξύστης, κτήριο, το περιβάλλον μιας πόλης με μια έννοια καταπίεσης
- (οικείο, μεταφορικά) μιλώντας για τη σθεναρότητα, την αντοχή ή τη σκληρότητα ενός ανθρώπου ή αντικειμένου, γερός
- Un contrat en béton.
- Cet avocat, c'est du béton.
- Ce biscuit est tout sec, c'est du béton.
Παράγωγα
- béton activé
- béton armé
- béton bitumeux
- béton cellulaire
- béton précontraint
- bétonnant
- bétonner
- bétonneur
- bétonneuse
- bétonnière
Εκφράσεις
- faire jouer le béton
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.