béton

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
béton bétons

Ετυμολογία

(ουσιαστικό) béton, προς το 1165 < betun < λατινική bitumen

Προφορά

ΔΦΑ : /be.tɔ̃/
 

Ουσιαστικό

béton (fr) αρσενικό

  1. το μπετόν
    Il habite un immeuble fait de béton. - Κατοικεί σε ένα κτήριο από μπετόν.
  2. (κατ’ επέκταση) πόλη, ουρανοξύστης, κτήριο, το περιβάλλον μιας πόλης με μια έννοια καταπίεσης
    "Faut pas en vouloir aux mariolles
    Y z’ ont pas eu d’éducation
    À la Cour Neuve y a pas d’école
    Y a qu’ des prisons et du béton"
    (Renaud, από το τραγούδι Adieu minette)
  3. (οικείο, μεταφορικά) μιλώντας για τη σθεναρότητα, την αντοχή ή τη σκληρότητα ενός ανθρώπου ή αντικειμένου, γερός
    Un contrat en béton.
    Cet avocat, c'est du béton.
    Ce biscuit est tout sec, c'est du béton.

Παράγωγα

Εκφράσεις

  • faire jouer le béton

Ετυμολογία

(απαρέμφατο) béton, verlan του tomber, με αναστροφή των συλλαβών

Εκφράσεις

laisser béton (fr)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.