σκύρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκύρο | τα | σκύρα |
| γενική | του | σκύρου | των | σκύρων |
| αιτιατική | το | σκύρο | τα | σκύρα |
| κλητική | σκύρο | σκύρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκύρο < ελληνιστική κοινή σκῦρος < ξυρόν < ξύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ksnew- < *kes- (ξύνω, λειαίνω)
Ουσιαστικό
σκύρο ουδέτερο
Συγγενικά
Σύνθετα
- σκυρόδεμα
- σκυροδετώ
- σκυροδέτηση
- σκυροκονίαμα
- σκυροκονιαστής
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.