σκυροδέτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκυροδέτηση | οι | σκυροδετήσεις |
| γενική | της | σκυροδέτησης* | των | σκυροδετήσεων |
| αιτιατική | τη | σκυροδέτηση | τις | σκυροδετήσεις |
| κλητική | σκυροδέτηση | σκυροδετήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σκυροδετήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκυροδέτηση < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
σκυροδέτηση
|
|
Πηγές
- σκυροδέτηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.