χάλυβας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χάλυβας | οι | χάλυβες |
| γενική | του | χάλυβα | των | χαλύβων |
| αιτιατική | τον | χάλυβα | τους | χάλυβες |
| κλητική | χάλυβα | χάλυβες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάλυβας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χάλυψ από την αιτιατική «τὸν χάλυβα»
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxa.li.vas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐λυ‐βας
Ουσιαστικό
χάλυβας αρσενικό
Συνώνυμα
Συγγενικά
|
Σύνθετα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.