οπλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οπλισμένος | η | οπλισμένη | το | οπλισμένο |
| γενική | του | οπλισμένου | της | οπλισμένης | του | οπλισμένου |
| αιτιατική | τον | οπλισμένο | την | οπλισμένη | το | οπλισμένο |
| κλητική | οπλισμένε | οπλισμένη | οπλισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οπλισμένοι | οι | οπλισμένες | τα | οπλισμένα |
| γενική | των | οπλισμένων | των | οπλισμένων | των | οπλισμένων |
| αιτιατική | τους | οπλισμένους | τις | οπλισμένες | τα | οπλισμένα |
| κλητική | οπλισμένοι | οπλισμένες | οπλισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος οπλίζω
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- οπλισμένος σαν αστακός
Σύνθετα
- αφοπλισμένος
- εξοπλισμένος
- επανεξοπλισμένος
- ξοπλισμένος
- παροπλισμένος
Πηγές
- λήγουν σε -οπλισμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.