σκορπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκορπίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκορπίζω[1] < σκορπίος
Προφορά
- ΔΦΑ : /skoɾˈpi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκορ‐πί‐ζω
Ρήμα
σκορπίζω, αόρ.: σκόρπισα, παθ.φωνή: σκορπίζομαι, π.αόρ.: σκορπίστηκα, μτχ.π.π.: σκορπισμένος
- ρίχνω, τοποθετώ ή πετάω σε διάφορες τυχαίες διευθύνσεις ή θέσεις κάποια αντικείμενα
Εκφράσεις
Συγγενικά
- αδιασκόρπιστος
- ανεμοσκορπίζω
- ανεμοσκόρπισμα
- ανεμοσκόρπιστος
- ασκόρπιστος
- διαβολοσκόρπισμα
- διασκορπίζω
- διασκόρπιση
- διασκορπισμένος
- διασκορπισμός
- σκορπίζομαι / σκορπιέμαι
- σκόρπιος
- σκόρπισμα
- σκορπισμένος
- σκορποχέρα
- σκορποχέρης
- σκορποχώρι
- → δείτε τη λέξη σκορπιός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σκορπίζω | σκόρπιζα | θα σκορπίζω | να σκορπίζω | σκορπίζοντας | |
| β' ενικ. | σκορπίζεις | σκόρπιζες | θα σκορπίζεις | να σκορπίζεις | σκόρπιζε | |
| γ' ενικ. | σκορπίζει | σκόρπιζε | θα σκορπίζει | να σκορπίζει | ||
| α' πληθ. | σκορπίζουμε | σκορπίζαμε | θα σκορπίζουμε | να σκορπίζουμε | ||
| β' πληθ. | σκορπίζετε | σκορπίζατε | θα σκορπίζετε | να σκορπίζετε | σκορπίζετε | |
| γ' πληθ. | σκορπίζουν(ε) | σκόρπιζαν σκορπίζαν(ε) |
θα σκορπίζουν(ε) | να σκορπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σκόρπισα | θα σκορπίσω | να σκορπίσω | σκορπίσει | ||
| β' ενικ. | σκόρπισες | θα σκορπίσεις | να σκορπίσεις | σκόρπισε | ||
| γ' ενικ. | σκόρπισε | θα σκορπίσει | να σκορπίσει | |||
| α' πληθ. | σκορπίσαμε | θα σκορπίσουμε | να σκορπίσουμε | |||
| β' πληθ. | σκορπίσατε | θα σκορπίσετε | να σκορπίσετε | σκορπίστε | ||
| γ' πληθ. | σκόρπισαν σκορπίσαν(ε) |
θα σκορπίσουν(ε) | να σκορπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σκορπίσει | είχα σκορπίσει | θα έχω σκορπίσει | να έχω σκορπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σκορπίσει | είχες σκορπίσει | θα έχεις σκορπίσει | να έχεις σκορπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σκορπίσει | είχε σκορπίσει | θα έχει σκορπίσει | να έχει σκορπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σκορπίσει | είχαμε σκορπίσει | θα έχουμε σκορπίσει | να έχουμε σκορπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σκορπίσει | είχατε σκορπίσει | θα έχετε σκορπίσει | να έχετε σκορπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σκορπίσει | είχαν σκορπίσει | θα έχουν σκορπίσει | να έχουν σκορπίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σκορπίζομαι | σκορπιζόμουν(α) | θα σκορπίζομαι | να σκορπίζομαι | ||
| β' ενικ. | σκορπίζεσαι | σκορπιζόσουν(α) | θα σκορπίζεσαι | να σκορπίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | σκορπίζεται | σκορπιζόταν(ε) | θα σκορπίζεται | να σκορπίζεται | ||
| α' πληθ. | σκορπιζόμαστε | σκορπιζόμαστε σκορπιζόμασταν |
θα σκορπιζόμαστε | να σκορπιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | σκορπίζεστε | σκορπιζόσαστε σκορπιζόσασταν |
θα σκορπίζεστε | να σκορπίζεστε | (σκορπίζεστε) | |
| γ' πληθ. | σκορπίζονται | σκορπίζονταν σκορπιζόντουσαν |
θα σκορπίζονται | να σκορπίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σκορπίστηκα | θα σκορπιστώ | να σκορπιστώ | σκορπιστεί | ||
| β' ενικ. | σκορπίστηκες | θα σκορπιστείς | να σκορπιστείς | σκορπίσου | ||
| γ' ενικ. | σκορπίστηκε | θα σκορπιστεί | να σκορπιστεί | |||
| α' πληθ. | σκορπιστήκαμε | θα σκορπιστούμε | να σκορπιστούμε | |||
| β' πληθ. | σκορπιστήκατε | θα σκορπιστείτε | να σκορπιστείτε | σκορπιστείτε | ||
| γ' πληθ. | σκορπίστηκαν σκορπιστήκαν(ε) |
θα σκορπιστούν(ε) | να σκορπιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω σκορπιστεί | είχα σκορπιστεί | θα έχω σκορπιστεί | να έχω σκορπιστεί | σκορπισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις σκορπιστεί | είχες σκορπιστεί | θα έχεις σκορπιστεί | να έχεις σκορπιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει σκορπιστεί | είχε σκορπιστεί | θα έχει σκορπιστεί | να έχει σκορπιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε σκορπιστεί | είχαμε σκορπιστεί | θα έχουμε σκορπιστεί | να έχουμε σκορπιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε σκορπιστεί | είχατε σκορπιστεί | θα έχετε σκορπιστεί | να έχετε σκορπιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν σκορπιστεί | είχαν σκορπιστεί | θα έχουν σκορπιστεί | να έχουν σκορπιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σκορπισμένος - είμαστε, είστε, είναι σκορπισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σκορπισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σκορπισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σκορπισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σκορπισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σκορπισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σκορπισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σκορπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
σκορπίζω
- διαχωρίζω ένα σωρό ή κάποια ομάδα στα τμήματα που την αποτελούν, σκορπίζω, διασκορπίζω, διαχέω
Παράγωγα
- σκορπισμός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκορπίος
Σύνθετα
- ἀποσκορπίζω
- διασκορπίζω
- ἐπισκορπίζω
- κατασκορπίζω
- περισκορπίζω
Αναφορές
- s.v. σκορπίος σελ.1021-22 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.
- Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σκορπίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκορπίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.