σκορπισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκορπισμένος | η | σκορπισμένη | το | σκορπισμένο |
| γενική | του | σκορπισμένου | της | σκορπισμένης | του | σκορπισμένου |
| αιτιατική | τον | σκορπισμένο | τη | σκορπισμένη | το | σκορπισμένο |
| κλητική | σκορπισμένε | σκορπισμένη | σκορπισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκορπισμένοι | οι | σκορπισμένες | τα | σκορπισμένα |
| γενική | των | σκορπισμένων | των | σκορπισμένων | των | σκορπισμένων |
| αιτιατική | τους | σκορπισμένους | τις | σκορπισμένες | τα | σκορπισμένα |
| κλητική | σκορπισμένοι | σκορπισμένες | σκορπισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
σκορπισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.