ασκόρπιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκόρπιστος η ασκόρπιστη το ασκόρπιστο
      γενική του ασκόρπιστου της ασκόρπιστης του ασκόρπιστου
    αιτιατική τον ασκόρπιστο την ασκόρπιστη το ασκόρπιστο
     κλητική ασκόρπιστε ασκόρπιστη ασκόρπιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκόρπιστοι οι ασκόρπιστες τα ασκόρπιστα
      γενική των ασκόρπιστων των ασκόρπιστων των ασκόρπιστων
    αιτιατική τους ασκόρπιστους τις ασκόρπιστες τα ασκόρπιστα
     κλητική ασκόρπιστοι ασκόρπιστες ασκόρπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασκόρπιστος < α- στερητ. + σκορπίζω

Επίθετο

ασκόρπιστος

  1. που δε σκορπίστηκε
  2. (μτφ.) που δεν ξοδεύτηκε άσκοπα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.