κατασκορπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατασκορπίζω < ελληνιστική κοινή κατασκορπίζω < κατα- + σκορπίζω
Συγγενικά
- κατασκορπισμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά και σκορπίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατασκορπίζω | κατασκόρπιζα | θα κατασκορπίζω | να κατασκορπίζω | κατασκορπίζοντας | |
| β' ενικ. | κατασκορπίζεις | κατασκόρπιζες | θα κατασκορπίζεις | να κατασκορπίζεις | κατασκόρπιζε | |
| γ' ενικ. | κατασκορπίζει | κατασκόρπιζε | θα κατασκορπίζει | να κατασκορπίζει | ||
| α' πληθ. | κατασκορπίζουμε | κατασκορπίζαμε | θα κατασκορπίζουμε | να κατασκορπίζουμε | ||
| β' πληθ. | κατασκορπίζετε | κατασκορπίζατε | θα κατασκορπίζετε | να κατασκορπίζετε | κατασκορπίζετε | |
| γ' πληθ. | κατασκορπίζουν(ε) | κατασκόρπιζαν κατασκορπίζαν(ε) |
θα κατασκορπίζουν(ε) | να κατασκορπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατασκόρπισα | θα κατασκορπίσω | να κατασκορπίσω | κατασκορπίσει | ||
| β' ενικ. | κατασκόρπισες | θα κατασκορπίσεις | να κατασκορπίσεις | κατασκόρπισε | ||
| γ' ενικ. | κατασκόρπισε | θα κατασκορπίσει | να κατασκορπίσει | |||
| α' πληθ. | κατασκορπίσαμε | θα κατασκορπίσουμε | να κατασκορπίσουμε | |||
| β' πληθ. | κατασκορπίσατε | θα κατασκορπίσετε | να κατασκορπίσετε | κατασκορπίστε | ||
| γ' πληθ. | κατασκόρπισαν κατασκορπίσαν(ε) |
θα κατασκορπίσουν(ε) | να κατασκορπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατασκορπίσει | είχα κατασκορπίσει | θα έχω κατασκορπίσει | να έχω κατασκορπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατασκορπίσει | είχες κατασκορπίσει | θα έχεις κατασκορπίσει | να έχεις κατασκορπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατασκορπίσει | είχε κατασκορπίσει | θα έχει κατασκορπίσει | να έχει κατασκορπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατασκορπίσει | είχαμε κατασκορπίσει | θα έχουμε κατασκορπίσει | να έχουμε κατασκορπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατασκορπίσει | είχατε κατασκορπίσει | θα έχετε κατασκορπίσει | να έχετε κατασκορπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατασκορπίσει | είχαν κατασκορπίσει | θα έχουν κατασκορπίσει | να έχουν κατασκορπίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατασκορπίζομαι | κατασκορπιζόμουν(α) | θα κατασκορπίζομαι | να κατασκορπίζομαι | ||
| β' ενικ. | κατασκορπίζεσαι | κατασκορπιζόσουν(α) | θα κατασκορπίζεσαι | να κατασκορπίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | κατασκορπίζεται | κατασκορπιζόταν(ε) | θα κατασκορπίζεται | να κατασκορπίζεται | ||
| α' πληθ. | κατασκορπιζόμαστε | κατασκορπιζόμαστε κατασκορπιζόμασταν |
θα κατασκορπιζόμαστε | να κατασκορπιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | κατασκορπίζεστε | κατασκορπιζόσαστε κατασκορπιζόσασταν |
θα κατασκορπίζεστε | να κατασκορπίζεστε | (κατασκορπίζεστε) | |
| γ' πληθ. | κατασκορπίζονται | κατασκορπίζονταν κατασκορπιζόντουσαν |
θα κατασκορπίζονται | να κατασκορπίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατασκορπίστηκα | θα κατασκορπιστώ | να κατασκορπιστώ | κατασκορπιστεί | ||
| β' ενικ. | κατασκορπίστηκες | θα κατασκορπιστείς | να κατασκορπιστείς | κατασκορπίσου | ||
| γ' ενικ. | κατασκορπίστηκε | θα κατασκορπιστεί | να κατασκορπιστεί | |||
| α' πληθ. | κατασκορπιστήκαμε | θα κατασκορπιστούμε | να κατασκορπιστούμε | |||
| β' πληθ. | κατασκορπιστήκατε | θα κατασκορπιστείτε | να κατασκορπιστείτε | κατασκορπιστείτε | ||
| γ' πληθ. | κατασκορπίστηκαν κατασκορπιστήκαν(ε) |
θα κατασκορπιστούν(ε) | να κατασκορπιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κατασκορπιστεί | είχα κατασκορπιστεί | θα έχω κατασκορπιστεί | να έχω κατασκορπιστεί | κατασκορπισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κατασκορπιστεί | είχες κατασκορπιστεί | θα έχεις κατασκορπιστεί | να έχεις κατασκορπιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κατασκορπιστεί | είχε κατασκορπιστεί | θα έχει κατασκορπιστεί | να έχει κατασκορπιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατασκορπιστεί | είχαμε κατασκορπιστεί | θα έχουμε κατασκορπιστεί | να έχουμε κατασκορπιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κατασκορπιστεί | είχατε κατασκορπιστεί | θα έχετε κατασκορπιστεί | να έχετε κατασκορπιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατασκορπιστεί | είχαν κατασκορπιστεί | θα έχουν κατασκορπιστεί | να έχουν κατασκορπιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κατασκορπισμένος - είμαστε, είστε, είναι κατασκορπισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κατασκορπισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κατασκορπισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κατασκορπισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κατασκορπισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κατασκορπισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κατασκορπισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
κατασκορπίζω
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κατασκορπίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κατασκορπίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.