αδιασκόρπιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιασκόρπιστος | η | αδιασκόρπιστη | το | αδιασκόρπιστο |
| γενική | του | αδιασκόρπιστου | της | αδιασκόρπιστης | του | αδιασκόρπιστου |
| αιτιατική | τον | αδιασκόρπιστο | την | αδιασκόρπιστη | το | αδιασκόρπιστο |
| κλητική | αδιασκόρπιστε | αδιασκόρπιστη | αδιασκόρπιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιασκόρπιστοι | οι | αδιασκόρπιστες | τα | αδιασκόρπιστα |
| γενική | των | αδιασκόρπιστων | των | αδιασκόρπιστων | των | αδιασκόρπιστων |
| αιτιατική | τους | αδιασκόρπιστους | τις | αδιασκόρπιστες | τα | αδιασκόρπιστα |
| κλητική | αδιασκόρπιστοι | αδιασκόρπιστες | αδιασκόρπιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιασκόρπιστος < α- + διασκορπίζω + -τος
Συνώνυμα
- (λόγιο) αδιασκέδαστος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διασκορπίζω, σκορπίζω και σκόρπιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.