διαχέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαχέω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαχέω (διασκορπίζω) < δια- + χέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈçe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐χέ‐ω
Ρήμα
διαχέω, στ.μέλλ.: θα διαχύσω, αόρ.: διέχυσα, παθ.φωνή: διαχέομαι, π.αόρ.: διαχύθηκα, μτχ.π.π.: διαχυμένος, (ενεργ.: διαχέω)
- σκορπίζω, διασκορπίζω
- ↪ διαχέονται οι ακτίνες του φωτός
- άλλες μορφές: διαχύνω
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη χύνω & την αρχαία ελληνική χέω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαχέω | διέχεα | θα διαχέω | να διαχέω | διαχέοντας | |
| β' ενικ. | διαχέεις | διέχεες | θα διαχέεις | να διαχέεις | διάχεε | |
| γ' ενικ. | διαχέει | διέχεε | θα διαχέει | να διαχέει | ||
| α' πληθ. | διαχέουμε | διαχέαμε | θα διαχέουμε | να διαχέουμε | ||
| β' πληθ. | διαχέετε | διαχέατε | θα διαχέετε | να διαχέετε | διαχέετε | |
| γ' πληθ. | διαχέουν(ε) | διέχεαν διαχέαν(ε) |
θα διαχέουν(ε) | να διαχέουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διέχυσα | θα διαχύσω | να διαχύσω | διαχύσει | ||
| β' ενικ. | διέχυσες | θα διαχύσεις | να διαχύσεις | διάχυσε | ||
| γ' ενικ. | διέχυσε | θα διαχύσει | να διαχύσει | |||
| α' πληθ. | διαχύσαμε | θα διαχύσουμε | να διαχύσουμε | |||
| β' πληθ. | διαχύσατε | θα διαχύσετε | να διαχύσετε | διαχύστε | ||
| γ' πληθ. | διέχυσαν διαχύσαν(ε) |
θα διαχύσουν(ε) | να διαχύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαχύσει | είχα διαχύσει | θα έχω διαχύσει | να έχω διαχύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαχύσει | είχες διαχύσει | θα έχεις διαχύσει | να έχεις διαχύσει | έχε διαχυμένο | |
| γ' ενικ. | έχει διαχύσει | είχε διαχύσει | θα έχει διαχύσει | να έχει διαχύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαχύσει | είχαμε διαχύσει | θα έχουμε διαχύσει | να έχουμε διαχύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαχύσει | είχατε διαχύσει | θα έχετε διαχύσει | να έχετε διαχύσει | έχετε διαχυμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν διαχύσει | είχαν διαχύσει | θα έχουν διαχύσει | να έχουν διαχύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαχυμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαχυμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαχυμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαχυμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαχέομαι | διαχεόμουν(α) | θα διαχέομαι | να διαχέομαι | ||
| β' ενικ. | διαχέεσαι | διαχεόσουν(α) | θα διαχέεσαι | να διαχέεσαι | διαχέου | |
| γ' ενικ. | διαχέεται | διαχεόταν(ε) | θα διαχέεται | να διαχέεται | ||
| α' πληθ. | διαχεόμαστε | διαχεόμαστε διαχεόμασταν |
θα διαχεόμαστε | να διαχεόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαχέεστε | διαχεόσαστε διαχεόσασταν |
θα διαχέεστε | να διαχέεστε | διαχέεστε | |
| γ' πληθ. | διαχέονται | διαχέονταν διαχεόντουσαν |
θα διαχέονται | να διαχέονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δίαχύθηκα | θα διαχυθώ | να διαχυθώ | διαχυθεί | ||
| β' ενικ. | δίαχύθηκες | θα διαχυθείς | να διαχυθείς | διαχύσου | ||
| γ' ενικ. | δίαχύθηκε | θα διαχυθεί | να διαχυθεί | |||
| α' πληθ. | διαχυθήκαμε | θα διαχυθούμε | να διαχυθούμε | |||
| β' πληθ. | διαχυθήκατε | θα διαχυθείτε | να διαχυθείτε | διαχυθείτε | ||
| γ' πληθ. | δίαχύθηκαν διαχυθήκαν(ε) |
θα διαχυθούν(ε) | να διαχυθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαχυθεί | είχα διαχυθεί | θα έχω διαχυθεί | να έχω διαχυθεί | διαχυμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαχυθεί | είχες διαχυθεί | θα έχεις διαχυθεί | να έχεις διαχυθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαχυθεί | είχε διαχυθεί | θα έχει διαχυθεί | να έχει διαχυθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαχυθεί | είχαμε διαχυθεί | θα έχουμε διαχυθεί | να έχουμε διαχυθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαχυθεί | είχατε διαχυθεί | θα έχετε διαχυθεί | να έχετε διαχυθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαχυθεί | είχαν διαχυθεί | θα έχουν διαχυθεί | να έχουν διαχυθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαχυμένος - είμαστε, είστε, είναι διαχυμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαχυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαχυμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαχυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαχυμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαχυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαχυμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
διαχέω
- → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- διαχέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαχέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.