διαχέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαχέω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαχέω (διασκορπίζω) < δια- + χέω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈçe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαχέω

Ρήμα

διαχέω, στ.μέλλ.: θα διαχύσω, αόρ.: διέχυσα, παθ.φωνή: διαχέομαι, π.αόρ.: διαχύθηκα, μτχ.π.π.: διαχυμένος, (ενεργ.: διαχέω)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χύνω & την αρχαία ελληνική χέω

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαχέω < δια- + χέω

Ρήμα

διαχέω

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.