διασκόρπιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διασκόρπιση | οι | διασκορπίσεις |
| γενική | της | διασκόρπισης* | των | διασκορπίσεων |
| αιτιατική | τη | διασκόρπιση | τις | διασκορπίσεις |
| κλητική | διασκόρπιση | διασκορπίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διασκορπίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασκόρπιση < ελληνιστική κοινή διασκόρπισις < διασκορπίζω < διά + σκορπίζω < αρχαία ελληνική σκορπίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (κόβω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈskoɾ.pi.si/ & /ðʝaˈskoɾ.pi.si/
Μεταφράσεις
διασκόρπιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.