σκορποχέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκορποχέρης | οι | σκορποχέρηδες |
| γενική | του | σκορποχέρη | των | σκορποχέρηδων |
| αιτιατική | τον | σκορποχέρη | τους | σκορποχέρηδες |
| κλητική | σκορποχέρη | σκορποχέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκορποχέρης αρσενικό (θηλυκό: σκορποχέρα)
- που απερίσκεπτα σκορπά (συνήθως τα χρήματά του)
- ※ Δεν ήταν τσίπης. Δεν υπολόγιζε ούτε τα λεφτά. Ήταν σκορποχέρης, αλλά με σκοπό.
Συγγενικά
- σκορποχέρα
- → δείτε τις λέξεις σκορπίζω και χέρι
Μεταφράσεις
σκορποχέρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.