σκορπιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκορπιός οι σκορπιοί
      γενική του σκορπιού των σκορπιών
    αιτιατική τον σκορπιό τους σκορπιούς
     κλητική σκορπιέ σκορπιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας μαύρος σκορπιός.
Αναπαράσταση σκορπιού.

Ετυμολογία

σκορπιός < αρχαία ελληνική σκορπίος

Προφορά

ΔΦΑ : /skoɾˈpçios/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκορπιός

Ουσιαστικό

σκορπιός αρσενικό

  1. (ζώο) μικρό αρθρόποδο που συγγενεύει με την αράχνη και ζει στα θερμά κλίματα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι τα δύο εμπρόσθια άκρα, που έχουν σχήμα τανάλιας, και η μεγάλη αρθρωτή ουρά με δηλητηριώδες κεντρί στην άκρη της
  2. (ιχθυολογία, ψάρι) ψάρι που συγγενεύει με τη σκορπίνα, αλλά έχει μικρότερο μέγεθος
     συνώνυμα: σκορπίδι
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος δηκτικός και πικρόχολος
  4. (ναυτικός όρος) δοκάρι υψηλής αντοχής του σκελετού των πλοίων από ξύλο ή σίδερο[1]
  5. (οπλισμός, ιστορία)) μικρή πολεμική μηχανή που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι και έμοιαζε με βαλλίστρα
  6. (αστρολογία)  δείτε τη λέξη Σκορπιός

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 4 - Λεωνίδας Παλάσκας, Αλέξανδρος Κουμελάς, Φίλιππος Ιωάννου, Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.