σκλερία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
σκλερία θηλυκό
- (μεσαιωνικά κυπριακά) μορφή του σκληρία
- ※ 15ος αιώνας, για τη σημασία: θύελλα ⌘ Μαχαιράς, Λεόντιος, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η οποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, κεφ.2 στη Βικιθήκη
- §191.-Καὶ τῇ κυριακῇ τῇ ζ΄ ἰ(α)ν(ν)ου(α)ρ(ίου) τῆς αὐτῆς ἐχρονίας τξϚ΄ Χριστοῦ, ἐξέβην ἡ ἄνωθεν ἀρμάδα τοῦ ρηγὸς Ἱεροσολύμων καὶ Κύπρου, καὶ πηγαίννοντα εἰς τὸ πέλαγος ἐσηκώθην ζάλη καὶ μεγάλη σκλερία, καὶ τὰ ξύλα ἐχωρίστησαν μεσόν τους καὶ δὲν εἶδεν ἕναν τ’ ἄλλον ποῦ ’πῆγεν
- ※ 15ος αιώνας, για τη σημασία: θύελλα ⌘ Μαχαιράς, Λεόντιος, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η οποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, κεφ.2 στη Βικιθήκη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.