αναλγησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναλγησία οι αναλγησίες
      γενική της αναλγησίας των αναλγησιών
    αιτιατική την αναλγησία τις αναλγησίες
     κλητική αναλγησία αναλγησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναλγησία < αν- στερητικό + άλγος

Ουσιαστικό

αναλγησία θηλυκό

  1. (ιατρική) η απουσία της αίσθησης του πόνου, ενώ κάποιος διατηρεί τις αισθήσεις του
  2. η έλλειψη συμπόνιας, η σκληρότητα, η απονιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.