σκαρί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκαρί | τα | σκαριά |
| γενική | του | σκαριού | των | σκαριών |
| αιτιατική | το | σκαρί | τα | σκαριά |
| κλητική | σκαρί | σκαριά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκαρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκαρίον < σχαρίον < ελληνιστική κοινή ἐσχάριον, ἐσχαρεῖον (πλατφόρμα) υποκοριστικό του < αρχαία ελληνική ἐσχάρα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /skaˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐ρί
Ουσιαστικό
σκαρί ουδέτερο
- (ναυπηγικός όρος) πλατφόρμα ναυπηγείου πάνω στην οποία κατασκευάζεται ή επισκευάζεται πλοίο
- (ναυτικός όρος) ο σκελετός πλοίου
- (συνεκδοχικά, χαϊδευτικό) καραβάκι, βαρκούλα, κ.λπ.
- (μεταφορικά) η σωματική διάπλαση
- (μεταφορικά) το ποιόν, ο χαρακτήρας
Παράγωγα
- σκαρίζω (διαφορετικού ετύμου)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σκαρί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.