σκαρί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαρί τα σκαριά
      γενική του σκαριού των σκαριών
    αιτιατική το σκαρί τα σκαριά
     κλητική σκαρί σκαριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκαρίον < σχαρίον < ελληνιστική κοινή ἐσχάριον, ἐσχαρεῖον (πλατφόρμα) υποκοριστικό του < αρχαία ελληνική ἐσχάρα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /skaˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκαρί

Ουσιαστικό

σκαρί ουδέτερο

  1. (ναυπηγικός όρος) πλατφόρμα ναυπηγείου πάνω στην οποία κατασκευάζεται ή επισκευάζεται πλοίο
  2. (ναυτικός όρος) ο σκελετός πλοίου
  3. (συνεκδοχικά, χαϊδευτικό) καραβάκι, βαρκούλα, κ.λπ.
  4. (μεταφορικά) η σωματική διάπλαση
  5. (μεταφορικά) το ποιόν, ο χαρακτήρας
     συνώνυμα: η στόφα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.