καραβάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβάκι τα καραβάκια
      γενική
    αιτιατική το καραβάκι τα καραβάκια
     κλητική καραβάκι καραβάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραβάκι < καράβ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

καραβάκι ουδέτερο

  1. μικρό καράβι
      Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;
    Σε μάχεται η θάλασσα, δεν τη φοβάσαι;
    Άνεμοι σφυρίζουν και πέφτει νερό,
    πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό;
    Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ποίημα "Το ευλογημένο καράβι", 1η στροφή
  2. μικρογραφία πλοίου, μινιατούρα καραβιού

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καράβι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.