σκαρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκαρώνω <  δείτε τις λέξεις σκαρί και -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /skaˈɾo.no/

Ρήμα

σκαρώνω

  1. βάζω πλεούμενο σε σκαρί για να το επισκευάσω ή αρχίζω την κατασκευή του
  2. (μεταφορικά) σχεδιάζω ή έχω ήδη κάποιο σχέδιο στο μυαλό μου

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.