σκαρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκαρίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

σκαρίζω

  1. (μεταβατικό) βγάζω τα πρόβατα ενώ είναι νύχτα, για νυχτερινή βοσκή ή νωρίς το πρωί
  2. (αμετάβατο) (για κοπάδι) βγαίνω για βοσκή ενώ είναι νύχτα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.