βαρκούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρκούλα | οι | βαρκούλες |
| γενική | της | βαρκούλας | — | |
| αιτιατική | τη | βαρκούλα | τις | βαρκούλες |
| κλητική | βαρκούλα | βαρκούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρκούλα < βάρκ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
βαρκούλα θηλυκό
- μικρή βάρκα
- ※ (παιδικό τραγούδι)
Bγαίνει η βαρκού' βγαίνει η βαρκούλα του ψαρά
από το περιγιάλι, βαρκούλα, βαρκούλα,
από το περιγιάλι, βαρκούλα του ψαρά
- ※ (παιδικό τραγούδι)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βαρκούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.