ποιόν

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ποιόν
      γενική του ποιού
    αιτιατική το ποιόν
     κλητική ποιόν
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποιόν < αρχαία ελληνική ποιόν, ουδέτερο του ποιός < ποῖος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷos

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποιόν

Ουσιαστικό

ποιόν ουδέτερο

  1. οι ιδιότητες και τα ποιοτικά γνωρίσματα ενός πράγματος, η ποιότητα ενός πράγματος
    το ποιόν της κοινωνικής περίθαλψης στη χώρα μας επιδέχεται βελτίωση
     συνώνυμα: στάθμη, επίπεδο
  2. οι ιδιότητες και τα γνωρίσματα του χαρακτήρα ενός ανθρώπου, κυρίως από ηθική άποψη
    το ποιόν του είναι αμφιλεγόμενο, είναι ύποπτο και δεν πρέπει να τον εμπιστεύσαι
  3. (ειδικότερα) οι ιδιότητες και τα ποιοτικά γνωρίσματα ενός πράγματος (στις τέχνες και στις επιστήμες)
    το ποιόν μίας φωνής αναφέρεται στη δύναμη, τον τόνο, τη χροιά της
  4. (γραμματική)  δείτε ποιόν ενέργειας (εξακολουθητικό, συνοτπικό και συντελεσμένο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.