στόφα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στόφα οι στόφες
      γενική της στόφας των στοφών
    αιτιατική τη στόφα τις στόφες
     κλητική στόφα στόφες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsto.fa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στόφα

Ετυμολογία 1

στόφα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stoffa

Ουσιαστικό

στόφα θηλυκό

  1. βαρύ, γυαλιστερό ύφασμα πολύ μεγάλης αντοχής, που χρησιμοποιείται για ταπετσαρίες, καλύμματα επίπλων και κουρτίνες
    σαλόνι με ευρωπαϊκή στόφα
    στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ στόφα
  2. (μεταφορικά) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
    ο Ούλωφ Πάλμε είχε τη στόφα μεγάλου πολιτικού
    ο Ολυμπιακός είχε τη στόφα του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι

Ετυμολογία 2

στόφα < (άμεσο δάνειο) αγγλική stove

Ουσιαστικό

στόφα θηλυκό

  1. μαγειρική κουζίνα που λειτουργεί (συνήθως) με ξύλα, που χρησιμοποιείται επίσης σαν σόμπα
    ενοικιάζεται δυομισάρι με στόφα και φρίζα
  2. (ιδιωματικό) η θερμάστρα

  • στόβα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.