στόφα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στόφα | οι | στόφες |
| γενική | της | στόφας | των | στοφών |
| αιτιατική | τη | στόφα | τις | στόφες |
| κλητική | στόφα | στόφες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsto.fa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στό‐φα
Ετυμολογία 1
- στόφα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stoffa
Ουσιαστικό
στόφα θηλυκό
- βαρύ, γυαλιστερό ύφασμα πολύ μεγάλης αντοχής, που χρησιμοποιείται για ταπετσαρίες, καλύμματα επίπλων και κουρτίνες
- σαλόνι με ευρωπαϊκή στόφα
- στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ στόφα
- (μεταφορικά) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
- ο Ούλωφ Πάλμε είχε τη στόφα μεγάλου πολιτικού
- ο Ολυμπιακός είχε τη στόφα του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι
Ετυμολογία 2
- στόφα < (άμεσο δάνειο) αγγλική stove
Ουσιαστικό
στόφα θηλυκό
- στόβα
Μεταφράσεις
χαρακτήρας ατόμου
Πηγές
- στόφα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.