σιδερένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιδερένιος η σιδερένια το σιδερένιο
      γενική του σιδερένιου της σιδερένιας του σιδερένιου
    αιτιατική τον σιδερένιο τη σιδερένια το σιδερένιο
     κλητική σιδερένιε σιδερένια σιδερένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιδερένιοι οι σιδερένιες τα σιδερένια
      γενική των σιδερένιων των σιδερένιων των σιδερένιων
    αιτιατική τους σιδερένιους τις σιδερένιες τα σιδερένια
     κλητική σιδερένιοι σιδερένιες σιδερένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σιδερένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιδερένιος < σίδερ(ον) (σίδερ(ο)) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ðeˈɾe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιδερένιος

Επίθετο

σιδερένιος, -α, -ο

  1. που είναι φτιαγμένος από σίδερο
    σιδερένιες καγκελόπορτες
  2. (μεταφορικά) που είναι εξαιρετικά γερός, δυνατός, αλύγιστος, σκληρός, υγιής
    σιδερένιο χέρι με βελούδινο γάντι
  3. (μεταφορικά) που είναι εξαιρετικά αποφασιστικός
    είχε σιδερένια θέληση, γι' αυτό και τελικά πέτυχε το σκοπό του
     συνώνυμα: χαλύβδινος, ατσάλινος

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σιδερένιος < σίδερ(ον) + -ένιος

Επίθετο

σιδερένιος

  1. που είναι φτιαγμένος από σίδερο
  2. (Χρειάζεται επεξεργασία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.