αλύγιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλύγιστος η αλύγιστη το αλύγιστο
      γενική του αλύγιστου της αλύγιστης του αλύγιστου
    αιτιατική τον αλύγιστο την αλύγιστη το αλύγιστο
     κλητική αλύγιστε αλύγιστη αλύγιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλύγιστοι οι αλύγιστες τα αλύγιστα
      γενική των αλύγιστων των αλύγιστων των αλύγιστων
    αιτιατική τους αλύγιστους τις αλύγιστες τα αλύγιστα
     κλητική αλύγιστοι αλύγιστες αλύγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλύγιστος < α- στερητικό + λυγίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

αλύγιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει λυγίσει
  2. (μεταφορικά) που παραμένει σταθερός στις απόψεις του παρά τις αντιξοότητες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.