αποφασιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποφασιστικός | η | αποφασιστική | το | αποφασιστικό |
| γενική | του | αποφασιστικού | της | αποφασιστικής | του | αποφασιστικού |
| αιτιατική | τον | αποφασιστικό | την | αποφασιστική | το | αποφασιστικό |
| κλητική | αποφασιστικέ | αποφασιστική | αποφασιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποφασιστικοί | οι | αποφασιστικές | τα | αποφασιστικά |
| γενική | των | αποφασιστικών | των | αποφασιστικών | των | αποφασιστικών |
| αιτιατική | τους | αποφασιστικούς | τις | αποφασιστικές | τα | αποφασιστικά |
| κλητική | αποφασιστικοί | αποφασιστικές | αποφασιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποφασιστικός < αποφασίζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décisif)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.fa.si.stiˈkos/
Επίθετο
αποφασιστικός, -ή, -ό
- που αποφασίζει γρήγορα, χωρίς να διστάζει από τους κινδύνους ή τις δυσκολίες που αναφύονται
- καθοριστικός
Συγγενικά
- αποφασιστικά
- αποφασιστικότητα
- → δείτε τη λέξη αποφασίζω
Πηγές
- αποφασιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.