αποφασιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφασιστικός η αποφασιστική το αποφασιστικό
      γενική του αποφασιστικού της αποφασιστικής του αποφασιστικού
    αιτιατική τον αποφασιστικό την αποφασιστική το αποφασιστικό
     κλητική αποφασιστικέ αποφασιστική αποφασιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφασιστικοί οι αποφασιστικές τα αποφασιστικά
      γενική των αποφασιστικών των αποφασιστικών των αποφασιστικών
    αιτιατική τους αποφασιστικούς τις αποφασιστικές τα αποφασιστικά
     κλητική αποφασιστικοί αποφασιστικές αποφασιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποφασιστικός < αποφασίζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décisif)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.fa.si.stiˈkos/

Επίθετο

αποφασιστικός, -ή, -ό

  1. που αποφασίζει γρήγορα, χωρίς να διστάζει από τους κινδύνους ή τις δυσκολίες που αναφύονται
     αντώνυμα: αναποφάσιστος
  2. καθοριστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.