ατσάλινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ατσάλινος | η | ατσάλινη | το | ατσάλινο |
| γενική | του | ατσάλινου | της | ατσάλινης | του | ατσάλινου |
| αιτιατική | τον | ατσάλινο | την | ατσάλινη | το | ατσάλινο |
| κλητική | ατσάλινε | ατσάλινη | ατσάλινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ατσάλινοι | οι | ατσάλινες | τα | ατσάλινα |
| γενική | των | ατσάλινων | των | ατσάλινων | των | ατσάλινων |
| αιτιατική | τους | ατσάλινους | τις | ατσάλινες | τα | ατσάλινα |
| κλητική | ατσάλινοι | ατσάλινες | ατσάλινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ατσάλινος, -η, -ο
- που είναι φτιαγμένος από ατσάλι
- (μεταφορικά) που είναι σκληρός σαν το ατσάλι ή αντέχει όπως αυτό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ατσάλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.