σίδερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σίδερο τα σίδερα
      γενική του σίδερου των σίδερων
    αιτιατική το σίδερο τα σίδερα
     κλητική σίδερο σίδερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σίδερο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σίδερον < αρχαία ελληνική σίδηρος
Καγκελόπορτα από σίδερο.
Σίδερο ατμού.

Ουσιαστικό

σίδερο ουδέτερο

  1. σκληρό μέταλλο που χρησιμοποιείται από τη μεταλλουργία για την κατασκευή αντικειμένων με αυξημένη αντοχή και σκληρότητα
    • (συνεκδοχικά) αντικείμενο, πχ. ράβδος, από σίδηρο
      τώρα στρώνουν τα σίδερα στα θεμέλια της οικοδομής
    • κράμα μετάλλων με κύριο συστατικό τον σίδηρο όπως ο χάλυβας, η λαμαρίνα
    • (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από δύναμη, αντοχή, σκληρότητα
      μπράτσα από σίδερο, κάνε την καρδιά σου σίδερο
  2. συσκευή με θερμαινόμενη επίπεδη σιδερένια επιφάνεια που χρησιμοποιείται για το σιδέρωμα των ρούχων
  3. (αργκό) όπλο χειρός (περίστροφο ή πιστόλι)
     συνώνυμα: σιδερικό

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.