καλυτέρευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλυτέρευση οι καλυτερεύσεις
      γενική της καλυτέρευσης* των καλυτερεύσεων
    αιτιατική την καλυτέρευση τις καλυτερεύσεις
     κλητική καλυτέρευση καλυτερεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καλυτερεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλυτέρευση < καλυτερεύω + -ση

Ουσιαστικό

καλυτέρευση θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.