πανωσέντονο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανωσέντονο τα πανωσέντονα
      γενική του πανωσέντονου των πανωσέντονων
    αιτιατική το πανωσέντονο τα πανωσέντονα
     κλητική πανωσέντονο πανωσέντονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανωσέντονο < πάνω + σεντόνι + -ο

Ουσιαστικό

πανωσέντονο ουδέτερο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.