σινδόνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σινδόνιον | τὰ | σινδόνιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σινδονίου | τῶν | σινδονίων | ||||
| δοτική | τῷ | σινδονίῳ | τοῖς | σινδονίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | σινδόνιον | τὰ | σινδόνιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σινδόνιον | σινδόνιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σινδονίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σινδονίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σινδόνιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σινδών, σινδον- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
σινδόνιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- σινδόνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.