σινδών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σινδών | αἱ | σινδόνες |
| γενική | τῆς | σινδόνος | τῶν | σινδόνων |
| δοτική | τῇ | σινδόνῐ | ταῖς | σινδόσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σινδόνᾰ | τὰς | σινδόνᾰς |
| κλητική ὦ! | σινδών | σινδόνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σινδόνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σινδόνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σινδών < (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης [1] (πβ. εβραϊκή סדין (sadin)) ή < αρχαία αιγυπτιακή šnḏwt
![N37 [S] S](../I/hiero_N37.png.webp)
![N35 [n] n](../I/hiero_N35.png.webp)
![I10 [D] D](../I/hiero_I10.png.webp)
![G43 [w] w](../I/hiero_G43.png.webp)
![X1 [t] t](../I/hiero_X1.png.webp)
Παράγωγα
Αναφορές
- σινδών - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- σινδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σινδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.