πάπλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πάπλωμα | τα | παπλώματα |
| γενική | του | παπλώματος | των | παπλωμάτων |
| αιτιατική | το | πάπλωμα | τα | παπλώματα |
| κλητική | πάπλωμα | παπλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πάπλωμα σε κρεβάτι
Ετυμολογία
- πάπλωμα < μεσαιωνική ελληνική πάπλωμα < εφάπλωμα < ελληνιστική κοινή ἐφαπλόω / ἐφαπλῶ < ἐπί + ἁπλόω < ἁπλοῦς
Ουσιαστικό
πάπλωμα ουδέτερο
Συγγενικά
- παπλωματάδικο
- παπλωματάκι
- παπλωματάς, παπλωματού
- → δείτε τις λέξεις απλώνω και απλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.