ρούσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρούσος η ρούσα το ρούσο
      γενική του ρούσου της ρούσας του ρούσου
    αιτιατική τον ρούσο τη ρούσα το ρούσο
     κλητική ρούσε ρούσα ρούσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρούσοι οι ρούσες τα ρούσα
      γενική των ρούσων των ρούσων των ρούσων
    αιτιατική τους ρούσους τις ρούσες τα ρούσα
     κλητική ρούσοι ρούσες ρούσα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρούσος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ῥοῦσσος[1] < ελληνιστική κοινή ῥούσιος / ῥούσσεος / ῥόσεος < λατινική russus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁rewdʰ- (κόκκινος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈru.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρούσος

Επίθετο

ρούσος, -α, -ο

  1. (για ανθρώπους) που έχει ξανθοκόκκινες τρίχες
     συνώνυμα: κοκκινοτρίχης, ξανθοκόκκινος, (κοκκινωπός)
  2. (για ζώα) που έχει κοκκινωπό τρίχωμα
  3. (για γη και χωράφια) εύφορος
  4. (ουσιαστικοποιημένο) ρούσοι:
    1. (ιστορία) αθλητική ομάδα του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ῥοῦσσος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.